- φουλγορίδες
- οι, Νζωολ. οικογένεια κολεόπτερων φυτοφάγων εντόμων τών τροπικών περιοχών, συγγενικών με τις πυγολαμπίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. fulgoridae < fulgora < λατ. Fulgora, όν. τής θεάς τής αστραπής (< fulgur «αστραπή, λάμψη»)].
Dictionary of Greek. 2013.